φουκαριάρης, -α, -ικο

φουκαριάρης, -α, -ικο
φουκαριάρης, -α, -ικο και φουκαριάρικος, -η, -ο επίρρ. ο φουκαράς (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουκαριάρης — α, ικο, Ν φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”